- γρυτοδόκη
- γρῡτο-δόκη, ἡ,A = γρυμέα1, AP6.254 (Myrin.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γρυτοδόκη — γρυτοδόκη, η (Α) η γρυμέα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γρύτη + δόκη < δέχομαι] … Dictionary of Greek
γρυτοδόκην — γρυτοδόκη fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)